- προαγωγόν
- προαγωγόςleading onmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαγωγός — ο, η / προαγωγός ΝΑ [προάγω] αυτός που εξωθεί, που παρακινεί στην πορνεία, μαστροπός, εκμαυλιστής αρχ. ως επίθ. 1. αυτός που οδηγεί κάπου («προαγωγὸν αἰεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον», Λογγίν.) 2. (για τον θεό) αυτός που παρέχει ή διανέμει κάτι, ο χορηγός 3 … Dictionary of Greek